- χασκογελώ
- χασκογελώ και χασκογελάω χαχανίζω, γελώ με θόρυβο και με ανοιχτό το στόμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασκογελώ — και χασκογελάω Ν 1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο 2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. τής μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] … Dictionary of Greek
χασκογελάω — (σπάν. χασκογελώ) βλ. πίν. 68 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καγχάζω — ασα, αμβ. 1. γελώ ηχηρά και πλατιά, χαχανίζω, χασκογελώ. 2. γελώ σαρκαστικά ή περιφρονητικά, χλευάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαχανίζω — χαχάνισα, γελώ με θόρυβο, χασκογελώ: Τι χαχανίζεις όλη την ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)